περίογκοι

περίογκοι
περίογκος
of great size
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μωρολόγος — α, ο (ΑΜ μωρολόγος, ον, Μ και μωρόλογος, η, ον) αυτός που λέει μωρίες, ανοησίες («ὅσοι δὲ ἐκ τῶν πλευρῶν περίογκοί εἰσιν, οἷον πεφυσημένοι, λάλοι καί μωρολόγοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + λόγος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”